Curtain Call

1 01 2015

 

index

Οφείλω να παραδεχτώ κάτι πριν ξεκινήσω αυτό μου το post.

Ποτέ δεν ήμουνα καλός στους αποχωρισμούς

Πάντα μου έβγαιναν πιο αδιάφοροι ή πιο συναισθηματικοί απ’ ότι πραγματικά ήθελα. Οι αποχαιρετισμοί είναι σα να διοργανώνεις surprise party στον κολλητό σου. Ποτέ δεν ξέρεις αν θα δακρύσει από τη συγκίνηση ή θα αδιαφορήσει πλήρως.

Απ’την άλλη fuck it…who cares?

Αυτός είναι ο δικός μου αποχαιρετισμός στα όπλα και δε δίνω μία…

The Story of Everything is rolling down its curtains… Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »





«Μου αρέσεις, ρε γαμώτο»

25 02 2024

Sexier words have never been spoken.

Πάμε πάλι να δούμε πού θα μας βγάλει…





Να ζείτε τις κάβλες σας νωρίς, παιδιά…

2 07 2022

Σε κάποιους παίρνει 16 , σε κάποιους 25…. εμένα μου πήρε 35 χρόνια για να ανακαλύψω πόσο πολύ η φάση του «falling» στο «falling in love» μοιάζει με το να τρέχεις με 120 km/h προς τον τοίχο.

Γιατί κάνω μαλακίες;

Γιατί ενώ ξέρω τι θα γίνει, γιατί ενώ όλα τα σημάδια μου δείχνουν τι θα γίνει, εγώ παίζω με την ίδια αφέλεια που ένα μικρο θήραμα παίζει με τον κυνηγό του;

Είναι ιδέα μου ή μεγαλώνοντας δυσκολεύεσαι διπλά να τιθασεύσεις τις επιθυμίες σου;

Είναι άραγε οι πρώτες λευκές τρίχες στα μαλλιά που σε κάνουν να νιώθεις ότι δεν αξίζει τελικά να αντιστέκεσαι σε αυτά που θέλεις; Στα 20 έχεις ίσως άλλα να χάσεις και σίγουρα κουβαλάς την ψευδαίσθηση ότι μπορείς να αναβάλεις τα πάντα για αργότερα.

Καταστροφικές κάβλες; πού να μπλέκεις…

Μεγάλους έρωτες; άσε μωρε τώρα δεν είναι ώρα…

Να αφεθείς να νιώσεις κάτι δυνατό; όχι ρε συ, γιατί να το ρισκάρεις…

Οπότε μέχρι να το πάρεις χαμπάρι το αργότερα έχει έρθει και εσύ βρίσκεσαι να σφυρίζεις ανέμελα χορεύοντας ανάμεσα στους κυνόδοντες του κυνηγού. Μια δαγκωνιά και έγινες ανάμνηση.

Να τις ζείτε τις κάβλες σας νωρίς, παιδιά.

Μην αναβάλετε κάτι για το οποίο ξέρετε εκ των προτέρων ότι δε φτάσει Π-Ο-Τ-Ε η στιγμή να πείτε «ΟΚ τώρα ναι, τώρα είμαι έτοιμος για εσένα, μεγάλη κάβλα, να εξελιχθείς σε τρομερό, παθιασμένο Έρωτα και να με καταστρέψεις ψυχή τε και σώματι».

(…άσε που και να το πείτε, σιγά που τότε θα έρθει να σας βρει…)

Γιατί διαφορετικά σε βρίσκουν τα Θέλω σου απρόσκλητα, ένα αφόρητα ζεστό απόγευμα μεσοβδόμαδα, σε στριμώχνουν στις γωνίες του σπιτιού σου και δεν γλιτώνεις ούτε με όλη την καπνοπαραγωγή των Ζωνιανών..





The Knife of Never Being Enough

1 08 2021

Η πρώτη μου συνειδητή ανάμνηση από τους γονείς μου να με κάνουν να αισθάνομαι ανεπαρκής είναι από όταν ήμουν 14.

Θυμάμαι ότι ήταν Β’ γυμνασίου και δεύτερο τρίμηνο, θυμάμαι να έχουμε μόλις πάρει βαθμούς και εγώ να έχω πάρει (χωρίς υπερβολή) άριστα. Νομίζω έβγαζα ένα μέσο όρο γύρω στο 19,3.

Θυμάμαι να γυρίζω σπίτι και τη μητέρα μου να μου λέει «μπράβο! η ΧΧΧ πόσο έβγαλε; «
(όπου ΧΧΧ μία συμμαθήτριά μου, επίσης πολύ καλή μαθήτρια που την ήξερε και η μητέρα μου)

Εκείνη τη στιγμή ήταν η στιγμή που έσπασε η φούσκα και οι σουπερ ήρωες γονείς έγιναν θνητοί.

Και κυρίως, η στιγμή που συνειδητοποίησα, ότι όσα και να κάνω, ό,τι και να καταφέρω ποτέ δε θα είμαι αρκετός.


Ωστόσο, μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι με τη σταθερότητα καραβιού που περνάει το κάβο ντόρο και έχοντας μεγαλώσει με τη λογική της συνεχούς και απεριόριστης προσφοράς, εγώ συνέχισα να προσπαθώ για την ευθύνη που ένιωθα ότι μου αναλογούσε σε μία οικογένεια με ένα άρρωστο και ένα υγιές παιδί:

Συνέχισα να προσπαθώ να είμαι ο καλύτερος.

Συνέχισα να προσπαθώ να τους κάνω υπερήφανους.


Κοιτάζοντας την κατάσταση ως τρίτος, θα έλεγα ότι τα κατάφερα εξαιρετικά
(ακόμα ένας τομέας στον οποίο ήμουν ο καλύτερος – how’s that for irony? )

Ήμουν το παιδί που όλοι θα ήθελαν να έχουν.

Ήμουν επιμελής στο σχολείο, ένας άριστος μαθητής που έπαιρνε αριστεία και βραβεία εναλλάξ.

Ήμουν το πιο υπεύθυνο παιδί, οι γονείς των κολλητών μου με λάτρευαν γιατί ήμουν καλή επιρροή και ποτέ μα ποτέ δεν έκανα μαλακίες. Όταν όλοι έπιναν εγώ έμενα στεγνός για να τους προσέχω.

Ήμουν γλυκός με τις κοπέλες που ήμασταν μαζί. Ήμουν ευγενικός, δεν ήμουν πιεστικός για τίποτα, ήμουν πρόθυμος να τις ακούσω για όποιο πρόβλημα ήθελαν να μιλήσουν. Οι μαμάδες τους με αγαπούσαν σα να ήμασταν παντρεμένοι.

Όταν ήρθε η ώρα να δηλώσω σχολή, έκανα μία ασφαλή – πλην απολύτως αδιάφορη – επιλογή που όμως ήξερα ότι εγκρίνουν και θα έκανε ευτυχισμένους τους γονείς μου. Ήμουν πλέον και το μοναδικό παιδί στην οικογένεια (το άρρωστο παιδί είχε πλέον φύγει) οπότε κάπου βαθειά μέσα μου πίστευα ότι πρέπει να μείνω κοντά τους για να συνεχίσω να προσπαθώ να τους κάνω ευτυχισμένους. Και υπερήφανους.

Αλλά δεν ήταν αρκετό….

Οπότε συνέχισα πάντα να λέω «ευχαριστώ» και «παρακαλώ». Να πλένω τα ρούχα μου. Να είμαι ευγενικός με τους παππούδες. Να μην είμαι σπάταλος. Να δουλεύω από τα 18. Να μη χρωστάω. Να μην έχω σταματήσει να φροντίζω τον οικογενειακό σκύλο ούτε για 1 ημέρα εδώ και έξι χρόνια. Να μην κάνω καταχρήσεις. Να προτιμώ να πεθάνω από τη στεναχώρια από το να τους στεναχωρήσω. Να μην κάνω διακοπές για να κάνουν εκείνοι. Να μην λείπω ποτέ από γιορτές και οικογενειακές συγκεντρώσεις για να μη νιώσουν μόνοι. Να μη βρίζω. Να μην καπνίζω και να μη μεθάω ποτέ μπροστά τους.


Το ξέρω ότι όλο το παραπάνω μοιάζει σαν ένα ανελέητο «κατηγορώ». Και ενδεχομένως να είναι, εν μέρει.

Δεν μπορώ να ξέρω πόσο ο θάνατος της αδερφής μου επηρέασε την ικανότητά τους να ευχαριστιούνται με το οτιδήποτε. Και δεν ξέρω αν η δική μου προσπάθεια να είμαι ο καλύτερος, ο πιο έξυπνος, ο πιο δυνατός, ο πιο όμορφος, ο πιο… ο πιο…. ήταν απλά μία δική μου επιθυμία, εξ αρχής καταδικασμένη να μην τους κάνει ποτέ αρκετά ευτυχισμένους και υπερήφανους.

Αλλά ξέρω όμως αυτό:

Στα early 30s μου είμαι μία μάζα από ανεκπλήρωτα όνειρα, συμπιεσμένη ενέργεια και πληγές.

Και το μισώ αυτό.

Μισώ να ξυπνάω κάποια πρωινά και να αναρωτιέμαι «ποιόν ακριβώς προσπαθώ να ευχαριστήσω;»

Πάρτε το από εμένα, τον πιο υπεύθυνο και αξιόπιστο άνθρωπο του κόσμου: ποτέ δε θα είστε αρκετοί.

Και ενώ λατρεύω τους γονείς μου, τους μισώ που δε μου αναγνωρίζουν όσα έκανα και κάνω για να είναι εκείνοι ευτυχισμένοι και περήφανοι. Μισώ να τους ακούω να κάνουν πλάκα με την εφηβεία μου και όσα εγώ απαρνήθηκα για να είναι εκείνοι ήρεμοι, ευτυχισμένοι και υπερήφανοι για εμένα.

Και μίσω και την αδερφή μου που έφυγε και με άφησε να προσπαθώ να αντισταθμίσω τον πόνο που τους έφερε η αρρώστεια της και έπειτα να προσπαθώς να υπερκαλύψω την απουσία της.

Και μισώ και εμένα που κάνω πράγματα που δε με ικανοποιούν για να είναι εκείνοι ευτυχισμένοι, που στερήθηκα και στερούμαι τρέλες, έρωτες, ρίσκο που θα γίνονταν υπέροχες στιγμής ή έστω μοναδικά μαθήματα ζωής για να είναι εκείνοι υπερήφανοι πάντα για όσα κάνω.


Αν έφτασες μέχρι εδώ, έλα να δώσουμε μαζί έναν όρκο.

Είτε είσαι τώρα, είτε γίνεις κάποια στιγμή στο μέλλον γονιός, δε θα είσαι ποτέ τέλειος αρκετά για να μην πεις ή να μην κάνεις το λάθος πράγμα κάποια στιγμή – αυτό είναι απολύτως ανθρώπινο και κατανοητό.

Το θέμα είναι τι θα κάνεις μετά το λάθος σου.

Οπότε, here’s what we’ll do.

Θα δώσουμε έναν όρκο ότι έχοντας (δυστυχώς) πει ή κάνει το λάθος πράγμα και συνειδητοποιώντας τη βλακεία που έκανες, θα πλησιάσεις το παιδί σου είτε είναι 4 ή 44 ή 84 χρονών, θα το πάρεις από τα χέρια και θα του πεις:

«Είσαι αρκετ@. Δε χρειάζεσαι να είσαι πρώτ@ για να σ’αγαπώ»


Κάθε φορά που αναφέρω το περιστατικό με τους βαθμούς στη μάνα μου, γελάει.

Μου λέει «έλα μωρέ, εγώ το έλεγα γιατί είσαι έξυπνος.»

Πότε, ακόμα και 20 χρόνια μετά, δε μου έχει ζητήσει συγγνώμη.

Δε θα ήταν αρκετό πλέον, βέβαια.

20+ χρόνια να αμφισβητείς τον εαυτό σου, να αυτοσαμποτάρεσαι και να μην φτάνεις στο μέγιστο των δυνατοτήτων σου γιατί πάντα συγκρίνεις τον εαυτό σου με κάτι/κάποιον, δε διορθώνεται με μία συγγνώμη.

Αγαπητοί γονείς, ο κόσμος εκεί έξω θα κάνει ότι μπορεί για να βρει την αχίλλειο πτέρνα του παιδιού σας.

Και όλοι έχουμε μία.

Στον πόλεμο αυτόν λοιπόν που το στέλνετε, μην κάνετε οι ίδιοι ρωγμές στην πανοπλία του.





Eviction Notice

15 05 2021

Μέσα στα χρόνια προσπάθησα πολλές φορές να βρω ένα working model για να ορίσω τη φιλία.

Υποθέτω σε μία προσπάθεια να οριοθετήσω τι αναμένω και τι μπορώ να δώσω στους ανθρώπους που αποκαλώ «φίλους».

Και ίσως τελικά να το έβλεπα με λάθος τρόπο, προσεγγίζοντας με στατικές έννοιες κάτι που είναι δυναμικό, κάτι που πάλλεται και αλλάζει μέρα με τη μέρα και χρόνο με το χρόνο. Ίσως λοιπόν το τι ειναι φιλία στα 20 να διαφέρει από το τι είναι φιλία στα 30.

Στην παρούσα φάση ζωής – mid-30s πια – νομίζω πως η φιλία είναι σαν ένα παλιό σπίτι.

Ένα σπίτι που μπήκαν και βγήκαν πολλοί άνθρωποι στα χρόνια που πέρασαν, κάποιοι εκ των οποίων το ρήμαζαν και κάποιοι άλλοι το έφτιαχαν ξανά και ξανά όταν άρχιζε να ξεφλουδίζει η μπογιά του.

Ένα σπίτι με κάποια από τα δωμάτιά του για χρόνια ολόκληρα κατειλλημένα από συγκεκριμένους ενοίκους:

Ένα δωμάτιο ευρύχωρο για εσένα που χρειάζεσαι αρκετό χώρο για να αισθανθείς ασφαλής…

Ένα δωμάτιο δίπλα στο δικό μου για να είσαι πάντα ένα χτύπημα στον τοίχο μακριά σε περίπτωση ανάγκης…

Ένα δωμάτιο δίπλα στην είσοδο για εσένα που έρχεσαι και φεύγεις τακτικά…

κτλ.

Το πρόβλημα με τα παλιά σπίτια είναι ότι χρειάζονται διαρκώς συντήρηση.

Γιατί τα παλιά σπίτια και τα κατειλλημένα από χρόνια δωμάτιά τους είναι ευάλωτα στη μούχλα και τη φθορά. Που είναι και φυσιολογικό, άλλωστε


μόνο ό,τι δε ζει ή δε βιώνεται, γλιτώνει τη φθορά του χρόνου

Τα δωμάτια αυτά όμως συνεχίζουν να αποτελούν μέρος του σπιτιού σου – συνεχίζουν να απορροφούν αυτά που εσύ χρόνια τώρα παρέχεις (αγάπη; στοργή; ασφάλεια; όλα; ) ακόμα και αν πια δε σου δίνουν τίποτα εκτός από ανεπαίσθητους ψιθύρους στους διαδρόμους για να σου θυμίζουν σποραδικά ότι κατοικούνται ακόμα από ανθρώπους και όχι από φαντάσματα.

So here’s the hard part:

Κάποια από τα κατειλλημένα δωμάτια – τα πιο όμορφα δωμάτια του σπιτιού – πρέπει πια να αδειάσουν.

Η δυσκολία όμως είναι στο ότι – παρά τη σκουριά στα κάγκελα των μπαλκονιών και τις βαθιές ρωγμές στους τοίχους – τα δωμάτια αυτά είναι τόσα χρόνια χαρισμένα σε αυτούς τους ανθρώπους που νιώθεις ότι αν τους βγάλεις από μέσα, το σπίτι δε θα είναι πια του σπίτι σου. Σα να χάνεις για πάντα τις σταθερές σου.

Και όλο αυτό –

όλη αυτή η αναστάτωση,

η ανάγκη για έξωση

και η απώλεια των σταθερών –

είναι όλα ΟΚ.

Γιατί μεγαλώνεις και χρειάζεσαι τα δωμάτια αυτά για ανθρώπους που θα βάλουν τα δικά τους χρώματα στους τοίχους, έστω και αν – αναπόφευκτα – θα κάνουν και εκείνοι τις δικές τους ρωγμές στους τοίχους.

Γιατί ούτε εσύ είσαι ο ίδιος σπιτονοικοκύρης ούτε εκείνοι οι ίδιοι ενοικιαστές που ήσασταν όταν τους επέτρεψες να μπουν μέσα.

Και ακόμα και αν δεν ήθελες ποτέ να το παραδεχτείς ανοιχτά στον εαυτό σου

(όχι ρε, μη λες μαλακίες, με εμάς υπάρχει αγάπη, υπάρχουν ατέλειωτα ξενύχτια, ρε μαλάκα
δε μπορεί εμείς ποτέ να αποξενωθούμε,
ακόμα και αν τα όνειρά μας για τη ζωή διαφέρουν όπως η νύχτα με τη μέρα)

κάποια πράγματα,

ακριβώς όπως ένα παλιό σπίτι,

δε λειτουργούν πια όπως έχεις ανάγκη και χρειάζονται επώδυνα μαστορέματα.





Το Περιστέρι

8 11 2020

Στις 11 σήμερα το πρωί έβγαλα βόλτα το σκύλο μου.

Έστειλα το SMS μου στο 13033 για να μπορώ να βγω, έβαλα τη μάσκα μου και έβγαλα βόλτα το σκύλο μου
(να μια πρόταση που δεν περίμενα ποτέ να πω)

Σε έναν πεζόδρομο πέσαμε πάνω σε κάτι μαζεμένες μηχανές με ντελιβεράδες.

Ο ένας μιλούσε με τον άλλο και κανείς δεν πρόσεχε ιδιαίτερα μπροστά του, οπότε ένας από αυτούς δεν είδε ότι μπροστά ακριβώς στη σταματημένη του μηχανή είχε προσγειωθεί ένα περιστέρι, έβαλε απότομα μπροστά, το περιστέρι δεν πρόλαβε να αντιδράσει και η ρόδα πήρε λίγο από τη δεξιά του φτερούγα.

Δε φάνηκε να χτύπησε πολύ, αλλά ξαναπροσγειώθηκε και τίναξε τη φτερούγα του δυο τρεις φορές απορημένο, κάνοντας κύκλους στο έδαφος κοιτάζοντας με να το κοιτάω μαζί με το σκύλο μου.

Στάθηκα και το παρακολούθησα για λίγο, να προσπαθεί να κουνήσει τη φτερούγα του για να πετάξει.


Θα ήθελα να πω ότι το πήρα σε ένα κουτί και το έφερα στο σπίτι να το κρατήσω μέχρι να γίνει καλά.

Αλλά δεν έκανα τίποτα. Γιατί σκέφτηκα και πού θα το βάλω και πώς θα το βοηθήσω και σε ποιόν να το πάω να το δει.

Και ενώ απομακρυνόμουν από το σημείο άρχισα να σκέφτομαι γιατί δεν το πήρα από εκεί, γιατί το άφησα με ένα πιθανό χτύπημα στη φτερούγα, που ίσως να του κοστίσει τη ζωή του (π.χ. από μία πεινασμένη γάτα ή έναν άλλον απρόσεκτο οδηγό).

Και το μυαλό μου – σε μια προσπάθεια να με προστατεύσει προφανώς από αυτές τις σκέψεις – μου πέταγε πιθανές, ανόητες δικαιολογίες, όπως το ότι μπορεί αυτό να είναι ο κύκλος της ζωής και πως πεθαίνοντας αυτό ίσως να επιβίωνε μια γάτα που αλλιώς θα πέθαινε από την πείνα.


Θέλω να πιστεύω ότι είμαι καλός άνθρωπος.

Αλλά ίσως τελικά αυτό να είναι μονάχα αυτό που θέλω να πιστεύω και όχι αυτό που ισχύει.

Γιατί ένας καλός άνθρωπος δε θα κοίταζε τη βολή του – δε θα κοίταζε το αν θα ταλαιπωρηθεί για να βρει ένα κουτί να το βάλει μέσα να το πάρει μέχρι το σπίτι του ή αν θα χρειαστεί να το προσέξει για μερικές ημέρες.

Ίσως να είμαι καλός εκεί που δε με βγάζει από τη βολή μου – και αυτό είναι το χειρότερο είδος «καλού» ανθρώπου, ένα στάδιο μονάχα πάνω από τον «ευκαιριακά κακό» άνθρωπο.


Ήταν μονάχα ένα περιστέρι. Μα η σκέψη αυτού του περιστεριού με οδήγησε στον εθελοντισμό στο τοπικό μου καταφύγιο σκύλων που όλο λέω ότι θα ξεκινήσω να πηγαίνω και όλο το αφήνω. Και σε όλα τα άλλα που όλο λέω ότι θα κάνω και ποτέ δεν κάνω.

Και το χειρότερο είναι ότι με έκανε να σκεφτώ για ακόμα μια φορά, ότι δεν είμαι αυτός που θα ήθελα να είμαι και ότι δε δρω όπως θα ήθελα να δρω – με έναν τρόπο που θα θαυμάζω σε εμένα ακόμα και αν κανείς ποτέ δεν το βλέπει.

Και ότι, ίσως τελικά, το πιο σημαντικό είδος καλού ανθρώπου να είναι εκείνος ο άνθρωπος που κάνει το καλό συστηματικά, με αυτοθυσία και χωρίς δεύερη σκέψη και -κυρίως- ακόμα και όταν κανείς άλλος δε βλέπει.





The Ultimate Outlaw

6 05 2020

Το να επιστρέφεις σε ένα μέρος από καιρό νεκρό είναι λίγο καταθλιπτικό – pitiful even.

Όμως, όπως πολύ σοφά είπαν οι Faithless στην μακρινή αρχαιότητα των 90s, «this is where I heal my hurts». So here it goes, για τα φαντάσματα που μπορεί να διαβάσουν αυτό το post.

Στα early 30s μου πια, με σπουδές πια και πτυχία πια, στον τρόπο που λειτουργεί το ανθρώπινο μυαλό και τους τρόπους που το συναίσθημα αλληλεπιδρά με αυτό, με επαίνους και αριστεία πια, με συμμετοχές σε συνέδρια και παρουσιάσεις νευροανατομίας και νευροδιαβίβασης, νιώθω οικτρά αδύναμος να αντισταθώ στην έκρηξη ωκυτοκίνης που κατακλύζει τον εγκέφαλό μου όταν σε σκέφτομαι.

Δεν είναι λίγο αστείο που ξέρω να σου εξηγήσω γιατί σε ερωτεύομαι αλλά δε μπορώ να μην πέσω στην παγίδα του; Σα να γράφεις έρευνες για τις καταστροφικές συνέπειες του καπνίσματος με ένα marlboro στο άλλο χέρι.

So here it goes: Νομίζω σ’ερωτεύομαι.

Και όχι με τον γλυκό, υγιή τρόπο «σε σκέφτομαι, σε θέλω μόνο για εμένα».

Με τον ηλίθιο, αυτοκαταστροφικό τρόπο «έλα και άλλαξέ μου όλη μου τη ζωή, γάμησέ τη άμα θέλεις και σε κάνει να χαμογελάς».

Με τρομάζεις γιατί εγώ που έμαθα να ζω με ώραια και όχι και πρέπει και μη, δε θέλω πια να ζω έτσι. Όχι μαζί σου.

Δεν ξέρω αν με θέλεις εσύ, ή για τι με θέλεις εσύ – δεν έχει και πολύ σημασία να σου πω την αλήθεια. Εγώ σε θέλω αρκετά και για τους δυο μας και αν και δεν ξέρω αν ποτέ θα στο δείξω, όποτε σε βλέπω και μου μιλάς, ένα μικρό παιδί μέσα μου γκρεμίζει χαζογελώντας πέτρα-πέτρα τα τείχη που ξόδεψα μία ζωή να χτίσω.

Προσπαθώ να σε εκλογικεύσω.

Προσπαθώ να σε κάνω μία ακόμα από τις ατέλειωτες γνωριμίες που απομυθοποιώ πριν μυθοποιήσω, για να μη σε θέλω τόσο.

Αλλά μετά σκέφτομαι τα μαλλιά σου. Το χαμόγελό σου και τον τρόπο που στέκεσαι ακουμπώντας στον τοίχο, όταν κάνεις τσιγάρο. Και τα μάτια σου – κυρίως αυτά – που με κοιτάζουν όταν δεν σε κοιτάζω αλλά τα νιώθω πάνω μου.

Και φοβάμαι.

Φοβάμαι θα είμαι λίγος και θα σε απογοητεύσω – γιατί έμαθα να είμαι λίγος εξ επιλογής.
Για να μην παίρνεις θάρρος και να μην έχεις απαιτήσεις από εμένα. Ήθελα πάντα να είναι ξεκάθαρο προς όλους ότι το κρεβάτι μου έχει ένα μαξιλάρι γιατί μόνο εγώ έχω μόνιμη θέση πάνω του.

Αλλά μαζί σου χάνω τα λόγια μου – το μοναδικό πράγμα που δε χάνω εγώ ποτέ. Με κάνεις να λέω ηλιθιότητες – έχεις ένα βλέμμα διαπεραστικό σα να λέει «μπορώ να κάνω τους χειρότερους εφιάλτες σου πραγματικότητα και, ωωω, θα λατρέψεις κάθε στιγμή, κάθε νύχτα που δε θα λέει να ξημερώσει»

So, here I lay, περιτριγυρισμένος από βιβλία ψυχολογίας και νευροανατομίας, με ανοιχτά papers και peer-reviewed αρθρα, προσπαθώντας να εξηγήσω γιατί εγώ – ΕΓΩ – έχω κολλήσει με τα μαλλιά σου, και το χαμόγελό σου, τον τρόπο που στέκεσαι όταν καπνίζεις, και τα μάτια σου.

Και νιώθω ότι με κοροϊδεύουν όλα γιατί απαντήσεις δεν παίρνω για τίποτα. Από πού να ζητήσεις απαντήσεις όταν οι συνηθισμένες πηγές σου δε βοηθάνε;

Make a move, I dare you.
This will probably go horribly wrong, it will most likely end in tears for both of us.
Αλλά θέλω πολύ να σε αγκαλιάσω και να νιώσω τη ζεστασιά σου στο κορμί μου.
Δεν ξέρω τι άλλο να πω, αλλά νιώθω λίγο καλύτερα.

 





Sister

26 12 2018

Remember your sister
Remember her love
Remember the cancer
that filled up her lungs

Bury the hatchet
under your tears
We’ll run with the shadows
’til we disappear





Ο Ξένος

7 08 2017

Ο θάνατος είναι ένας Ξένος. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »





Those Happy Few

8 01 2017

«Ζούμε σε άσχημες εποχες»

Δε νομίζω πως έχει ειπωθεί ποτέ μεγαλύτερο κλισέ. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »





The Violence We Do To Ourselves

14 05 2016

Κάθε τρεις μήνες αλλάζω θέση στο desktop μου.

Μία το έχω στο έξτρα δωμάτιο (που ήταν για χρόνια το γραφείο μου), μία στην κουζίνα, μία στο σαλόνι να βλέπει έξω από το μπαλκόνι.

Δεν ξέρω ακριβώς γιατί το κάνω. Κάθε φορά μου παίρνει λίγο χρόνο να συνηθίσω. Ποτέ δεν ξέρω πού να βάλω τα πόδια μου στην αρχή.

Υποθέτω, κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ.

Όπως η ανάγκη για διαρκή αλλαγή και η δυσπροσαρμοστικότητα. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »