Η πρώτη μου συνειδητή ανάμνηση από τους γονείς μου να με κάνουν να αισθάνομαι ανεπαρκής είναι από όταν ήμουν 14.
Θυμάμαι ότι ήταν Β’ γυμνασίου και δεύτερο τρίμηνο, θυμάμαι να έχουμε μόλις πάρει βαθμούς και εγώ να έχω πάρει (χωρίς υπερβολή) άριστα. Νομίζω έβγαζα ένα μέσο όρο γύρω στο 19,3.
Θυμάμαι να γυρίζω σπίτι και τη μητέρα μου να μου λέει «μπράβο! η ΧΧΧ πόσο έβγαλε; «
(όπου ΧΧΧ μία συμμαθήτριά μου, επίσης πολύ καλή μαθήτρια που την ήξερε και η μητέρα μου)
Εκείνη τη στιγμή ήταν η στιγμή που έσπασε η φούσκα και οι σουπερ ήρωες γονείς έγιναν θνητοί.
Και κυρίως, η στιγμή που συνειδητοποίησα, ότι όσα και να κάνω, ό,τι και να καταφέρω ποτέ δε θα είμαι αρκετός.
Ωστόσο, μεγαλώνοντας σε ένα σπίτι με τη σταθερότητα καραβιού που περνάει το κάβο ντόρο και έχοντας μεγαλώσει με τη λογική της συνεχούς και απεριόριστης προσφοράς, εγώ συνέχισα να προσπαθώ για την ευθύνη που ένιωθα ότι μου αναλογούσε σε μία οικογένεια με ένα άρρωστο και ένα υγιές παιδί:
Συνέχισα να προσπαθώ να είμαι ο καλύτερος.
Συνέχισα να προσπαθώ να τους κάνω υπερήφανους.
Κοιτάζοντας την κατάσταση ως τρίτος, θα έλεγα ότι τα κατάφερα εξαιρετικά
(ακόμα ένας τομέας στον οποίο ήμουν ο καλύτερος – how’s that for irony? )
Ήμουν το παιδί που όλοι θα ήθελαν να έχουν.
Ήμουν επιμελής στο σχολείο, ένας άριστος μαθητής που έπαιρνε αριστεία και βραβεία εναλλάξ.
Ήμουν το πιο υπεύθυνο παιδί, οι γονείς των κολλητών μου με λάτρευαν γιατί ήμουν καλή επιρροή και ποτέ μα ποτέ δεν έκανα μαλακίες. Όταν όλοι έπιναν εγώ έμενα στεγνός για να τους προσέχω.
Ήμουν γλυκός με τις κοπέλες που ήμασταν μαζί. Ήμουν ευγενικός, δεν ήμουν πιεστικός για τίποτα, ήμουν πρόθυμος να τις ακούσω για όποιο πρόβλημα ήθελαν να μιλήσουν. Οι μαμάδες τους με αγαπούσαν σα να ήμασταν παντρεμένοι.
Όταν ήρθε η ώρα να δηλώσω σχολή, έκανα μία ασφαλή – πλην απολύτως αδιάφορη – επιλογή που όμως ήξερα ότι εγκρίνουν και θα έκανε ευτυχισμένους τους γονείς μου. Ήμουν πλέον και το μοναδικό παιδί στην οικογένεια (το άρρωστο παιδί είχε πλέον φύγει) οπότε κάπου βαθειά μέσα μου πίστευα ότι πρέπει να μείνω κοντά τους για να συνεχίσω να προσπαθώ να τους κάνω ευτυχισμένους. Και υπερήφανους.
Αλλά δεν ήταν αρκετό….
Οπότε συνέχισα πάντα να λέω «ευχαριστώ» και «παρακαλώ». Να πλένω τα ρούχα μου. Να είμαι ευγενικός με τους παππούδες. Να μην είμαι σπάταλος. Να δουλεύω από τα 18. Να μη χρωστάω. Να μην έχω σταματήσει να φροντίζω τον οικογενειακό σκύλο ούτε για 1 ημέρα εδώ και έξι χρόνια. Να μην κάνω καταχρήσεις. Να προτιμώ να πεθάνω από τη στεναχώρια από το να τους στεναχωρήσω. Να μην κάνω διακοπές για να κάνουν εκείνοι. Να μην λείπω ποτέ από γιορτές και οικογενειακές συγκεντρώσεις για να μη νιώσουν μόνοι. Να μη βρίζω. Να μην καπνίζω και να μη μεθάω ποτέ μπροστά τους.
Το ξέρω ότι όλο το παραπάνω μοιάζει σαν ένα ανελέητο «κατηγορώ». Και ενδεχομένως να είναι, εν μέρει.
Δεν μπορώ να ξέρω πόσο ο θάνατος της αδερφής μου επηρέασε την ικανότητά τους να ευχαριστιούνται με το οτιδήποτε. Και δεν ξέρω αν η δική μου προσπάθεια να είμαι ο καλύτερος, ο πιο έξυπνος, ο πιο δυνατός, ο πιο όμορφος, ο πιο… ο πιο…. ήταν απλά μία δική μου επιθυμία, εξ αρχής καταδικασμένη να μην τους κάνει ποτέ αρκετά ευτυχισμένους και υπερήφανους.
Αλλά ξέρω όμως αυτό:
Στα early 30s μου είμαι μία μάζα από ανεκπλήρωτα όνειρα, συμπιεσμένη ενέργεια και πληγές.
Και το μισώ αυτό.
Μισώ να ξυπνάω κάποια πρωινά και να αναρωτιέμαι «ποιόν ακριβώς προσπαθώ να ευχαριστήσω;»
Πάρτε το από εμένα, τον πιο υπεύθυνο και αξιόπιστο άνθρωπο του κόσμου: ποτέ δε θα είστε αρκετοί.
Και ενώ λατρεύω τους γονείς μου, τους μισώ που δε μου αναγνωρίζουν όσα έκανα και κάνω για να είναι εκείνοι ευτυχισμένοι και περήφανοι. Μισώ να τους ακούω να κάνουν πλάκα με την εφηβεία μου και όσα εγώ απαρνήθηκα για να είναι εκείνοι ήρεμοι, ευτυχισμένοι και υπερήφανοι για εμένα.
Και μίσω και την αδερφή μου που έφυγε και με άφησε να προσπαθώ να αντισταθμίσω τον πόνο που τους έφερε η αρρώστεια της και έπειτα να προσπαθώς να υπερκαλύψω την απουσία της.
Και μισώ και εμένα που κάνω πράγματα που δε με ικανοποιούν για να είναι εκείνοι ευτυχισμένοι, που στερήθηκα και στερούμαι τρέλες, έρωτες, ρίσκο που θα γίνονταν υπέροχες στιγμής ή έστω μοναδικά μαθήματα ζωής για να είναι εκείνοι υπερήφανοι πάντα για όσα κάνω.
Αν έφτασες μέχρι εδώ, έλα να δώσουμε μαζί έναν όρκο.
Είτε είσαι τώρα, είτε γίνεις κάποια στιγμή στο μέλλον γονιός, δε θα είσαι ποτέ τέλειος αρκετά για να μην πεις ή να μην κάνεις το λάθος πράγμα κάποια στιγμή – αυτό είναι απολύτως ανθρώπινο και κατανοητό.
Το θέμα είναι τι θα κάνεις μετά το λάθος σου.
Οπότε, here’s what we’ll do.
Θα δώσουμε έναν όρκο ότι έχοντας (δυστυχώς) πει ή κάνει το λάθος πράγμα και συνειδητοποιώντας τη βλακεία που έκανες, θα πλησιάσεις το παιδί σου είτε είναι 4 ή 44 ή 84 χρονών, θα το πάρεις από τα χέρια και θα του πεις:
«Είσαι αρκετ@. Δε χρειάζεσαι να είσαι πρώτ@ για να σ’αγαπώ»
Κάθε φορά που αναφέρω το περιστατικό με τους βαθμούς στη μάνα μου, γελάει.
Μου λέει «έλα μωρέ, εγώ το έλεγα γιατί είσαι έξυπνος.»
Πότε, ακόμα και 20 χρόνια μετά, δε μου έχει ζητήσει συγγνώμη.
Δε θα ήταν αρκετό πλέον, βέβαια.
20+ χρόνια να αμφισβητείς τον εαυτό σου, να αυτοσαμποτάρεσαι και να μην φτάνεις στο μέγιστο των δυνατοτήτων σου γιατί πάντα συγκρίνεις τον εαυτό σου με κάτι/κάποιον, δε διορθώνεται με μία συγγνώμη.
Αγαπητοί γονείς, ο κόσμος εκεί έξω θα κάνει ότι μπορεί για να βρει την αχίλλειο πτέρνα του παιδιού σας.
Και όλοι έχουμε μία.
Στον πόλεμο αυτόν λοιπόν που το στέλνετε, μην κάνετε οι ίδιοι ρωγμές στην πανοπλία του.
Wh3n my Fri3nds Sp3ak…