Ο φίλος zero2one, μου ζήτησε να επιστρέψω για λίγο τρία χρόνια πίσω. Να ξαναεπισκεφθώ τα γήπεδα και τα δωμάτια ελέγχου, τα δωμάτια sign-in και τις διαδρομές του λεωφορείου και το πάθος της στιγμής. Τους Ολυμπιακούς και τους Παρολυμπιακούς του 2004.
Είναι ένα ταξίδι στο χρόνο που ήθελα να κάνω. Έστω και για λίγο, οι όμορφες στιγμές αξίζουν αναφοράς, ιδιαίτερα όταν στο ζητάνε. Γι’ αυτό λοιπόν θα μιλήσω γι’ αυτές τις στιγμές: τις στιγμές της Παρολυμπιάδας του 2004.
Δε θα μιλήσω για τους ίδιους τους αγώνες. Άλλωστε, νομίζω πως το πνεύμα του ολυμπισμού δεν κρύβεται στα μετάλλια, τις διακρίσεις και τα παγκόσμια ρεκόρ, αλλά στην αγάπη, την ανθρωπιά και το θάρρος των ανθρώπων που παίρνουν μέρος, σε οποιαδήποτε θέση.
Θα μιλήσω για τις στιγμές ενός εθελοντή.
Η πρώτη μου ανάμνηση από την ολυμπιάδα ήταν μέσα Αυγούστου, όταν ο τότε κολλητός μου και εγώ τρέχαμε στη Ν. Ιωνία για να πάρουμε τα απαραίτητα πολεμοφόδια του εθελοντή. Αν δεν με απατά η μνήμη μου αυτά απαρτίζονταν από δύο αλλαξιές ρούχα, κάλτσες, καπέλο, ένα τσαντάκι για τη μέση και φυσικά τα διαπιστευτήρια.
Τι θυμάμαι λοιπόν, ε…;;
Θυμάμαι τον κόσμο στα γραφεία του Αθήνα 2004. Ένα πλήθος χαρούμενο που βούιζε και έβραζε με ανυπομονησία για τη μεγάλη στιγμή. Θυμάμαι τη γλυκιά διαδικασία της μετατροπής ενός καθημερινού ανθρώπου σε εθελοντή του 2004. Θυμάμαι τις ουρές και τις φωτογραφήσεις, τα γεμάτα δωμάτια και τον κόσμο να φοράει γιορτινά χαμόγελα. Θυμάμαι τα ρούχα που μου ήταν τεράστια και έπλεα μέσα τους, αλλά δε με ένοιαζε. Θυμάμαι το γελοίο καπέλο που δεν έβαλα τελικά ποτέ (και ας έκαιγε ο ήλιος).
Η πρώτη μέρα στο «στρατόπεδο» με βρήκε, αγχωμένο σαν νεοσύλλεκτο. Δεν υπήρχε λόγος, τελικά. Τα παιδιά με τα οποία ήμασταν μαζί ήταν εκεί για τον ίδιο ακριβώς λόγο με εμάς. Για να περάσουν καλά και να φτιάξουν αναμνήσεις. Κανείς δε θύμωνε και κανείς δεν έβριζε (κάτι το οποίο από μόνο του αποτελεί ένα μικρό θαύμα, για όποιον γνωρίζει την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων).
Μου έκανε εντύπωση η οργάνωση. Υπήρχε, και αφήστε αυτούς που γκρινιάζουν πάντα, να συνεχίσουν ανενόχλητοι το θεάρεστο έργο τους. Όλα δούλευαν ρολόι. Δεν ήταν όμως η οργάνωση που σε αγχώνει, που σου χαλάει τη διασκέδαση και τη χαρά της προσφοράς.
Θυμάμαι πως κάθε μέρα μας έδιναν κουπόνια και μαζευόμασταν όλοι οι εθελοντές στην καντίνα και τρώγαμε παρέα. Θυμάμαι τα γέλια και τις φωτογραφίες (κάποιες εκ των οποίων έχουν βρει τη θέση τους στον πίνακα που έχω πάνω από γραφείο μου, εκεί που κρατάω αυτά που αξίζουν να κρατήσω). Δεν ήταν «δουλειά» για κανέναν το Αθήνα 2004. Ακόμα και γι’αυτούς που είχαν προσληφθεί κανονικά και θα πληρώνονταν ήταν σαν μια μικρή επιστροφή στην 5ήμερη.
Θυμάμαι τα γέλια με τους αθλητές. Πολλοί δε μίλαγαν καλά αγγλικά και προσπαθούσαμε να επικοινωνήσουμε με νοήματα και ό,τι ξέραμε από τη γλώσσα του καθενός. Ξέρετε πόσο δύσκολο και όμορφο ήταν να επικονωνείς με ανθρώπους που δεν μπορούν να δουν τα νοήματα σου, ούτε καταλαβαίνουν κάποια από τις γλώσσες στις οποίες μπορείς να μιλήσεις; Ξέρετε πόσο εύκολο το έκαναν να φαίνεται η ευτυχία της στιγμής και η αστείρευτη διάθεση όλων μας;
Θυμάμαι τα στάδια γεμάτα με παιδιά, θυμάμαι τα στάδια γεμάτα με οικογένειες, θυμάμαι τα στάδια γεμάτα με τουρίστες που λιάζονταν στον ελληνικό ήλιο. Θυμάμαι τα πανώ (πως θα μπορούσα να τα ξεχάσω άλλωστε!!),θυμάμαι τους χορούς που στήναμε στα διαλείμματα, τα γέλια και τις φιγούρες μέσα στον αγωνιστικό χώρο στα ημίχρονα. Ντάλα ο ήλιος και εμείς απτόητοι. Ήταν ζεστά και ήταν όμορφα. Ήταν λαμπερά και αληθινά.
Θυμάμαι τις υποσχέσεις που δώσαμε με τους υπόλοιπους της παρέας να μη χαθούμε μετά τους αγώνες. Υποσχέσεις που ξέραμε ακόμα και όταν τις δίναμε πως θα τις αθετούσαμε…αλλά, είπαμε… ποιός γαμάει το αύριο με ένα τόσο όμορφο και αληθινό σήμερα στα χέρια του;
Η πιο γελοία στιγμή; Το λάθος που έκανα στο κομπιούτερ και… χάρισα ένα γκολ παραπάνω σε μια από τις δύο ομάδες. Πανηγύρι. Εγώ να τρελαίνομαι να πατάω κουμπιά να το διορθώσω, οι ασύρματοι να βουίζουν, ο πίνακας βαθμολογίας να τα έχει παίξει… ΑΦΑΣΙΑ! Μέχρι να επαναφέρω το σκορ στα ίσα του έχασα τρία κιλά ιδρώτα και όταν τα κατάφερα, πέσαμε όλοι κάτω από τα γέλια.
Θυμάμαι ακόμα τον αποχαιρετισμό. Τα «αντίο» και τα «θα τα πούμε σύντομα» των άλλων παιδιών. Το γλυκιά λύπη του τέλους. Θυμάμαι τις φωτογραφίες μας πάνω στο βάθρο μετά την τελετή λήξης των αγωνισμάτων. Τους αθλητές να μας υπογράφουν μπάλες, ρούχα, καπέλα και ότι άλλο μπορεί να βάλει ο νους σας και να μας ευχαριστούν για όλα όσα κάναμε.
Τα έχω κρατήσει όλα. Ρούχα, δώρα, διαπιστευτήρια, χαρτιά. Είναι κλεισμένα καλά σε μέρη που μόνο εγώ μπορώ να δω. Μερικά πράγματα πρέπει να τα κρατάς γερά από το χέρι γιατί αλλιώς μπορούν να σου φύγουν. Μόνο τα διαπιστευτήρια (που δεν έβγαλα από πάνω μου ούτε στιγμή εκείνο τον Σεμπτέμβρη), έχω κρεμάσει κάπου στο δωμάτιό μου για να μου θυμίζουν κάθε μέρα τις μέρες εκείνες.
Στεναχωριέμαι όσο σκέφτομαι πως δύσκολα θα ζήσουμε ξανά όσα ζήσαμε και ακόμα περισσότερο όσο σκέφτομαι πως υπάρχουν άνθρωποι που δεν τα έζησαν. ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ, δεν ξέρουν τι έχασαν. Αλλά από την άλλη, κάποια πράγματα έχουν τόσο μεγάλη αξία ακριβώς επειδή η επανάληψή τους είναι τόσο δύσκολη: διατηρούν το μυστήριο της μοναδικότητας.
Άλλωστε, είναι γνωστό πως όσο και να προσπαθήσεις, η επανάληψη μιας στιγμής, μιας εμπειρίας, μιας ευτυχισμένης φωτογραφίας κολλημένης στον πίνακα ανακοινώσεων πάνω από το γραφείο, με πρόσωπα λαμπερά και χαμόγελα φυσικά, δεν εξασφαλίζει ποτέ την επανάληψη και της αίσθησης της επίτευξης, της επιτυχίας και της πραγματικής χαράς της στιγμής. Εκεί είναι η μαγεία.
Αλλά είπαμε. Το ηθικό δίδαγμα της εμπειρίας αυτής μπορεί να συνοψιστεί σε μια μόνο φράση, χωρίς άλλες πολυλογίες:
«Δε με νοιαζει που δεν μπορείς να πετάξεις, μου αρκεί που ακούς τη σιωπή…»
(Thanks, zero2one, για την πρό(σ)κληση να μπω στη χρονομηχανή…)
Wh3n my Fri3nds Sp3ak…